- χαρακτικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαράκτη ή στην χάραξη εικόνων ή σχεδίων πάνω σε πέτρα, ξύλο ή μέταλλο2. το θηλ. ως ουσ. η χαρακτικήα) η τέχνη τού χαράκτη, η αποτύπωση επιγραφών, σχεδίων ή εικόνων σε μόνιμη μήτρα για την παραγωγή αντιτύπωνβ) ιδιαίτερο καλλιτεχνικό είδος που βασίζεται στη φιλοτέχνηση έργων με την παραπάνω τεχνική3. το ουδ. ως ουσ. το χαρακτικό έργο χαρακτικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαράσσω. Το θηλ. χαρακτική μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.